καθολικεύω

καθολικεύω
καθιστώ κάτι καθολικό, γενικεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθολικεύω — καθολικεύω, καθολίκευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθολικεύω — καθολίκευσα, καθολικεύτηκα, καθολικευμένος, κάνω κάτι γενικό, το γενικεύω: Η συνήθεια αυτή καθολικεύτηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθολίκευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθολικεύω, γενίκευση. [ΕΤΥΜΟΛ. αντί τού γενίκευση < καθολικεύω, ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. generalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο] …   Dictionary of Greek

  • καθολικευτικός — ή, ό [καθολικεύω] αυτός που επιφέρει καθολίκευση, γενίκευση, γενικευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”